περιφορητά

περιφορητά
περιφόρητος
neut nom/voc/acc pl
περιφορητός
portable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιφόρητα — περιφόρητος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφορητός — ή, όν, Α [περιφορώ] 1. αυτός που μπορεί να περιφέρεται, που μπορεί να μετακινείται («οἰκήματα... περιφορητά», Στράβ.) 2. εκείνος τον οποίο μεταφέρουν ξαπλωμένο σε κλίνη, ο ξακουστός για την τρυφηλή ζωή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”